ebook img

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1920–1921) PDF

45 Pages·03.963 MB·Greek
by  coll.
Save to my drive
Quick download
Download
Most books are stored in the elastic cloud where traffic is expensive. For this reason, we have a limit on daily download.

Preview ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1920–1921)

agiasofia.com/1922/1922e.html Η Στρατιά της Μικράς Ασίας Στό τέλος του 1919, οι θέσεις των ελληνικών τμημάτων δέν είχαν μεταβληθεί. Οι επιθέσεις όμως των Τούρκων ατάκτων συνεχίζονταν καί έμεναν αναπάντητες, παρά τά συνεχόμενα διαβήματα του στρατηγού Νίδερ πρός τόν Αγγλο ομόλογό του Μίλν, ο οποίος ήταν επικεφαλής όλων των συμμαχικών στρατευμάτων της Μικράς Ασίας. Μόνο ύστερα από τίς πιέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, αξιώθηκαν οι Αγγλοι Σύμμαχοί μας νά μας δώσουν τό δικαίωμα αντεπίθεσης σέ βάθος 3.000 μέτρων από τό στόχο της τουρκικής επίθεσης, μέ τήν υποχρέωση της άμεσης επιστροφής των στρατευμάτων μας στό σημείο εκκίνησής τους. Η διαχωριστική γραμμή, γνωστή ως "γραμμή Μίλν" καθόριζε τά ελληνοτουρκικά σύνορα καί είχε ως εξής: Κερέμκιοϊ - Ντουσμέ - Γενιτζέ - Παπαζλί - ανατολικά από τό Αχμετλί - Σάρδεις - Μπόζ Ντάγ - ανατολικά από τό Οδεμήσιον - Μπαντέμια - Ομερλού - βόρεια όχθη του Μαιάνδρου μέχρι Μουσλούκ Ντερέ - Ντεμερτζίκ - δυτικά από τό Αζιζιέ - εκβολές Καΰστρου. Η αύξησις των δυνάμεων του ελληνικού στρατού στήν Μικρά Ασία καθιστούσε αναγκαία τήν διοικητική τους αναδιοργάνωση. Τήν 12η Δεκεμβρίου 1919 αφίχθη εις Σμύρνην ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Μηλιώτης Κομνηνός, ο οποίος ανέλαβε τήν διοίκηση της συγκροτειθήσης τότε "Στρατιάς Κατοχής Μικράς Ασίας". Εδρα της Στρατιάς πού περιλάμβανε τό Α' Σώμα Στρατού καί τό Σώμα Στρατού Σμύρνης, ήταν η Σμύρνη. Τό Α' Σώμα Στρατού, πού διοικούσε ο αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Νίδερ, μέ έδρα το Σεβδίκιοϊ, αποτελούνταν από τίς μεραρχίες του Αϊδινίου καί Βαϊνδηρίου πού κάλυπταν τίς κοιλάδες του Μαιάνδρου καί του Καΰστρου. Διοικητής του Σώματος Στρατού Σμύρνης, πού είχε έδρα τή Μαγνησία καί περιελάμβανε τή 13η μεραρχία, πού έδρευε στόν Κασαμπά, καί τή Μεραρχία Αρχιπελάγους στήν Πέργαμο, ήταν ο αντιστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου. Στίς αρχές του 1920, η δύναμις του ελληνικού στρατού ανήρχετο εις 2.400 αξιωματικούς καί 57.038 οπλίτες. Ενώ οι Τούρκοι ενίσχυαν τό μέτωπο Αχμετλί - Φιλαδέλφεια, μέ σκοπό τήν επίθεση μέσω 1/45 της κοιλάδας του Έρμου ποταμού πρός Κασαμπά καί Νυμφαίο, ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος έφθανε στό Γενικό Στρατηγείο της Σμύρνης καί ανελάμβανε τήν διοίκηση προσωπικώς. Πρώτη του φροντίδα ήταν νά ζητήσει από τόν Βενιζέλο ελευθερία κινήσεως γιά τήν ολοκληρωτική διάλυση των Τούρκων ατάκτων. Ο Ελληνας πρωθυπουργός βρισκόνταν σέ έναν διαρκή διπλωματικό αγώνα γιά να εξασφαλίση τήν άδεια περαιτέρω προέλασης πρός τό εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αλλά καί τήν υλική βοήθεια των Συμμάχων προκειμένου νά επιτύχει αυτόν τόν σκοπό. Τόν Φεβρουάριο του 1920, στό Συμβούλιο των Πρωθυπουργών πού συνήλθε στό Λονδίνο καί τόν Απρίλιο στή διάσκεψη του Σάν Ρέμο, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής δέν μπορούσαν να βρούν μία οριστική λύση στό ανατολικό ζήτημα. Τά αντικρουόμενα συμφέροντά τους, εμπόδιζαν τήν επίτευξη κοινής λύσης. Εν τέλει, αποφάσισαν ένα καθεστώς πενταετούς ελληνικής κυριαρχίας εις τήν περιοχή της Σμύρνης υπό τήν ψιλήν κυριαρχίαν του σουλτάνου μέ δημιουργία τοπικής βουλής καί ενδεχόμενο δημοψήφισμα. «Αι ελληνικαί διεκδικήσεις επί της Σμύρνης καί της περιοχής της δέν ήσαν μόνο γνωσταί, αλλά καί είχαν επισήμως διατυπωθεί εις τήν Διάσκεψιν, υποστηριχθεί πρό του Ανωτάτου Συμβουλίου καί εγκριθεί χωρίς επιφύλαξιν υπό της αρμοδίας επιτροπής. Καταλαμβάνουσα η Ελλάς τήν Σμύρνην εγνώριζεν ότι αν δέν είχεν νομικόν, είχε τουλάχιστον ηθικόν τίτλον νά τό κάμη. Δέν έστειλε τά στρατεύματα ως εκτελεστικά όργανα, όπως τά είχε προηγουμένως στείλει εις τήν Ρωσίαν. Τά έστειλε ως όργανα ιδιαιτέρως ενδιαφερόμενα διά τήν επιτυχίαν μίας διεθνούς εντολής, της οποίας σκοπός ήτο η τήρησις της τάξεως εις μίαν χώραν κατ' εξοχήν ελληνικήν...» Ελευθέριος Βενιζέλος πρός Ζωρζ Κλεμανσώ Στήν απέναντι πλευρά, ο αρχηγός του εθνικιστικού κινήματος Μουσταφά Κεμάλ, βρισκόταν ήδη σε ανοικτή ρήξη μέ την σουλτανική κυβέρνηση, ρήξη η οποία εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο. Ο Σουλτάνος κήρυξε «ιερόν πόλεμον», δηλαδή υπέγραψε «φετφά» εξουσιοδοτώντας τον υπουργό των Στρατιωτικών να οργανώσει «Στρατόν του Χαλίφου» και υποσχέθηκε την ευλογία του σ' όλους εκείνους, που θα πήγαιναν να καταταγούν. Τά σουλτανικά στρατεύματα, τήν άνοιξη του 1920, συνεπικουρούσαν Κιρκάσιοι, Λαζοί, Πόντιοι καί Αρμένιοι αντάρτες. Ελληνες ήλεγχαν τά πλούσια παράλια της Μικράς Ασίας. Ο Κεμάλ ήταν στό χείλος του γκρεμού. Η μοίρα της νεώτερης Τουρκίας κρέμοταν από μία κλωστή. Καί ήταν οι Σύμμαχοι της Ελλάδος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, Ιταλοί καί Γάλλοι, οι οποίοι θά στήριζαν τόν εθνικιστή ηγέτη καί θά τόν έσωζαν από τήν καταστροφή. Αλλαγή στάσης η οποία θά απέβαινε μοιραία γιά τήν ζωή των Ρωμιών της Μικράς Ασίας. Μπορεί κανείς να φανταστεί, τήν Ελλάδα να προδίδει τούς Συμμάχους της τό 1941, καί ξαφνικά να στηρίζει τίς Δυνάμεις του Αξονα καί τόν Χίτλερ; Θά ήταν κάτι πού δεν θα μας συγχωρούσαν ποτέ οι Ευρωπαίοι. Αυτοί όμως έχουν μία ιδιαίτερη άνεση να αλλάζουν στρατόπεδο. Τόν Μάρτιο του 1920, μετά από συμφωνία μέ τόν Κεμάλ, οι Ιταλοί εκκένωσαν τήν περιοχή του Ικονίου ενώ οι Γάλλοι υπέγραψαν ανακωχή μέ τήν προσωρινή κυβέρνηση της Αγκυρας. Ο στρατιωτικός εξοπλισμός τους χαρίζονταν στούς Τούρκους. Είχαν προηγηθεί οι σφαγές Γάλλων στρατιωτών καί Αρμενίων στήν Κιλικία, γεγονός πού δεν επηρέασε τούς σάπιους πολιτικούς της τότε Γαλλίας νά συμμαχήσουν μέ τόν τέως εχθρό τους Κεμάλ. 2/45 «Και η φρουρά της πόλης Ούφρα συνθηκολογεί υπό τον όρο, ότι θα της επιτρεπόταν να υποχωρήσει με τα όπλα της, προστατεύοντας τους Χριστιανούς κατοίκους. Οι Τούρκοι υποκρίνονται ότι συμφωνούν κι όταν η γαλλική φρουρά έχει απομακρυνθεί αρκετά από την Ούφρα, την ώρα που περνά ένα μονοπάτι, δέχεται την αιφνιδιαστική επίθεση ενός τμήματος Τσετών. Το τι ακολούθησε είναι απερίγραπτο. Για ώρες οι Τσέτες έσφαζαν αξιωματικούς, στρατιώτες, γέρους, γυναίκες και παιδιά ακόμη. «Ή χαράδρα είχε πλημμυρήσει μέ αίμα, σάρκες καί κατακρεουργημένα πτώματα», όπως αναφέρει στην εκθεσή του προς τον Αμερικανό πρόξενο της Σμύρνης ένας συμπατριώτης του. Πολλοί προτιμούν να παραδοθούν αλλ' οι Τσέτες τους γδύνουν και τους βιάζουν, ενώ ακόμη συνεχίζεται το μακελειό.» Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζώρτζ, εξαιτίας της κεμαλικής αντιστάσεως πού αντιμετώπιζε στά Δαρδανέλλια, ζήτησε από τόν Βενιζέλο νά αναλάβει τήν άμυνα της Νικομήδειας καί της παραλίας του Μαρμαρά. Ο Βενιζέλος δέχτηκε ανεπιφύλακτα αλλά έθεσε σάν όρο τό διαμελισμό της Τουρκίας καί τόν περιορισμό της στό κεντρικό οροπέδιο. Φιλαδέλφεια - Προύσα Στις 10 Απριλίου 1920 ο Μουσταφά Κεμάλ δήλωνε στήν Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Αγκύρας: «Τήν στιγμήν αυτήν ό ελληνικός Στρατός είναι ό μεγαλύτερος εχθρός μας. Ας μήν υποτιμούμε τήν ίσχύν του. Ό Ελλην στρατιώτης είναι γενναίος καί καρτερικός, οί αξιωματικοί του έμπειροπόλεμοι καί ικανοί. Καί ή ηγεσία του εμπνευσμένη. Είναι έπιτακτικόν καθήκον νά καταστείλωμεν τήν έπανάστασιν (τών σουλτανικών) καί νά στραφώμεν εγκαίρως κατά τού εχθρού. Η Πατρίς αντιμετωπίζει τόν μεγαλύτερον κίνδυνον τής ιστορίας της». Ο Ελληνικός στρατός λίγους μήνες μετά θά δικαίωνε τόν "Γκρίζο Λύκο", αφού θά ακολουθούσε κατά γράμμα τήν διαταγή του αρχηγού του Επιτελείου Θεόδωρου Πάγκαλου (παππού τού σημερινού δοσίλογου πολιτικού): «Συντριβή του εχθρού καί απηνής καταδίωξίς του. Μέχρι καί τού τελευταίου στρατιώτου, μέχρι καί τού τελευταίου ίππου». Τόν Ιούνιο 1920 ξεκίνησε η ελληνική επίθεση γιά νά ολοκληρώσει τό έργο πού είχε αφήσει η επανάσταση του 1821. Γιατί, καί η γή της Μικράς Ασίας ήθελε νά απελευθερωθεί. Τό ζητούσαν τά κόκκαλα των σφαγμένων από τούς Οθωμανούς, τό ζητούσαν οι μαγαρισμένες εκκλησιές, τό ζητούσαν τά ερειπωμένα χωριά, τό ζητούσαν τά καμμένα μοναστήρια, τό ζητούσαν οι σκλαβωμένου Ρωμιοί, τό ζητούσε η χιλιόχρονη Ιστορία μας. 3/45 «Αύριον επί τέλους αρχίζει η από τόσου χρόνου αναμενομένη επίθεσις. Ολόκληρος ο ελληνικός στρατός της Μικράς Ασίας, ολόκληρος ως εις άνθρωπος, μόλις δοθή τό σύνθημα της εφόδου θά εξορμήση εναντίον του εχθρού πρός επιτέλεσιν του ωραίου έργου της τελικής απελευθερώσεως των υπόδουλων αδελφών μας. Εις τόν ελληνικόν στρατόν έλαχεν ο κλήρος να επιβάλη εις τήν Τουρκίαν τάς θελήσεις της δικαιοσύνης καί του πολιτισμού καί δι' αυτόν η Μοίρα εφύλαττε τό ευγενές τούτο έργον........ Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί καί στρατιώται! Προσέξατε! Είναι έγκλημα εσχάτης προδοσίας πάσα παράβασις. Οι ηττημένοι καί πάντες οι κάτοικοι των καταληφθησομένων μερών θά είναι δι' υμάς ιεροί. Συνεχίσατε τήν ιστορίαν μας, τήν οποία διακρίνει ηρωϊσμός, ιπποτισμός καί μεγαλοψυχία! Είμαι βέβαιος ότι θά τό πράξετε! Εις ουδένα επιτρέπεται, εις τό τέλος των ωραίων αγώνων μας να σπιλώση τήν άσπιλον μας ιστορίαν». Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Ημερήσια Διαταγή 8ης Ιουνίου 1920. Ο πρώτος στόχος ήταν η απελευθέρωση της Φιλαδέλφειας. Το πρωί της 10ης Ιουνίου οι Ελληνες στρατιώτες με την ξιφολόγχη καί φωνάζοντας "Αέρα", διέλυσαν τούς Τούρκους καί κατέλαβαν - η 1η Μεραρχία με τους Τσολιάδες του 1/38, - τό όρος Μπαλιάμπολ Νταγ. Βορειότερα όμως, η 2η Μεραρχία καθηλώθηκε μπροστά στήν τουρκική αντίσταση. Τότε ο αρχηγός του Α' Σώματος στρατηγός Νίδερ, διέταξε τήν 13η Μεραρχία, να κινηθεί κατά μήκος τού Έρμου ποταμού καί νά διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καταλαμβάνοντας τον τομέα Σαλιχλή - Μπιν Τεπέ. Νότια του 'Ερμου βρίσκονταν δύο συντάγματα: το 2ο υπό τον αντισυνταγματάρχη Κωνσταντίνου και το 3ο υπό τον Κονδύλη, καθώς και μία ταξιαρχία ιππικού. Η 13η Μεραρχία συνέχισε τήν προέλασή της συντρίβοντας τό 7ο Σώμα του τουρκικού Στρατού καί καταλαμβάνοντας τό χωρίο Μοναμάκ. Οι στρατιώτες μας συνέχισαν τήν προέλαση καί σπάζοντας τήν 2η γραμμή άμυνας του εχθρού κατέλαβαν τό χωριό Ντερέκιοϊ. Ο δρόμος ήταν ανοικτός καί τό απόγευμα ο Ελληνικός στρατός έμπαινε θριαμβευτής στήν Φιλαδέλφεια. Ηταν τό 1379, όταν η τελευταία από τίς βυζαντινές πόλεις της Μικράς Ασίας, η Φιλαδέλφεια έπεφτε στά χέρια των Οθωμανών καί του σουλτάνου Μουράτ. Περίμενε έξι αιώνες σχεδόν τούς απογόνους των βυζαντινών νά λειτουργήσουν τίς εκκλησίες πού είχαν μετατρέψει σέ τζαμιά οι κατακτητές. Χιλιάδες ήταν οι Τούρκοι αιχμάλωτοι καί οι αραμπάδες μέ τα λάφυρα. Το 12ο Σώμα του τουρκικού στρατού ήταν ένας συρφετός αιχμαλώτων και φυγάδων. Οι ξένοι παρατηρητές έμειναν κατάπληκτοι. Η 13η Μεραρχία δέν ξεκουράστηκε ούτε λεπτό. Ελαβε νέες εντολές 4/45 του αρχιστράτηγου Παρασκευόπουλου να εξορμήσει προς Προύσα. Αλλά ας απολαύσουμε τόν Γιάννη Κάψη στήν μοναδική αφήγησή του: «Ο ήλιος ανέτειλε πιο φωτεινός, την ημέρα εκείνη - λες κι ήθελε να λαμπρύνει αυτό, που επρόκειτο να συμβεί. Οι χρυσαφένιες ακτίνες του ζωντάνεψαν τον κοιμισμένο κάμπο, τ' άγρια ρουμάνια. Είχε ανατείλει η 15η Ιουνίου. Κι οι σαλπιγκτές μας την χαιρέτισαν μ' ενα χαρμόσυνο σάλπισμα: «Προχωρείτε... εμπρός προχωρείτε». Και τότε, σαν ένας άνθρωπος, σαν μια ψυχή, όρμησαν όλοι προς τα εμπρός - πεζοί, καβαλάρηδες, Τσολιάδες, και πυροβολητές οδηγοί ζώων και γραφειάδες. Δεν περπατούσαν, έτρεχαν και πολεμούσαν. Αχάριστο και δύσκολο το έργο εκείνου, που θέλει να περιγράψει τέτοιες στιγμές. Πώς να δώσει στο άψυχο χαρτί τον παλμό χιλιάδων ψυχών; Πώς να συνθέσουν λίγες γραμμές το μεγαλείο, που σφυρηλατούσαν τα όνειρα της Φυλής για αιώνες; Πρέπει κανείς να κλείσει στη ψυχή του την Ελλάδα για να νιώσει τον ενθουσιασμό, που μετάβαλε τους Ραγιάδες σε λιοντάρια. Ο στρατηγός Ιωάννου, το φαινόμενο εκείνο του ηρωισμού, ξεχνάει ότι είναι διοικητής Σώματος Στρατού - ζηλεύει τη τύχη των πολεμιστών της πρώτης γραμμής. Και αδιαφορώντας για τα επιτελικά σχέδια, φέρνει τη Μεραρχία Σμύρνης προς τη Μαγνησία. Θέλει να καταλάβει το Αξάρι, να προφθάσει τον Πλαστήρα με τους Τσολιάδες του, που, αν και ανήκε στο νότιο συγκρότημα, διατάχθηκε να προσκολληθεί στον Ιωάννου. Το βράδυ βρίσκει την έδρα της Μεραρχίας και τον σωματάρχη στο Μιχαλήτσι. Η μάχη συνεχίζεται με πείσμα, ο εχθρός αντιστέκεται σκληρά. Αλλ' ο Ιωάννου ανυπομονεί: - Κάντε γρήγορα, μωρέ... φωνάζει στους αξιωματικούς του. Θα μας το πάρει ο Πλαστήρας το Αξάρι. Θα έλεγε κανείς, ότι το 5/42 του Πλαστήρα ανήκε στον ...Κεμάλ! Τόσος ήταν ο συναγωνισμός. Αλλ' ο Ιωάννου είχε δίκιο. Την επομένη οι Τούρκοι υποχωρούν και το στρατηγείο ξεπερνά τις προφυλακές και... τρέχει να καταλάβει το Αξάρι. Μεγάλη η απογοήτευση. Στην είσοδο της πόλης τους σταματά ένα απόσπασμα. Κι ο επικεφαλής, ταγματάρχης Μπουρδάρας, αναφέρει ότι το Αξάρι κατέχεται από το 5/42. - Πότε, μωρέ, το πήρατε; ρωτά θυμωμένος ο Ιωάννου. 5/45 - Χθες το βράδυ, στρατηγέ μου. - Το βράδυ!... Πενήντα χιλιόμετρα σε μια μέρα; Πες στον Πλαστήρα, ότι θα μου κουράσει τους Τσολιάδες μου! Αργότερα, η Μεραρχία Αρχιπελάγους εξορμά από τη Πέργαμο, ανατρέπει την 61η τουρκική μεραρχία, συλλαμβάνει 1.500 αιχμαλώτους και μπαίνει στο Σόμα, τον αντικειμενικό σκοπό, που όφειλε να καταλάβει την επομένη. Στα χέρια της Μεραρχίας περιέρχεται άφθονο πολεμικό υλικό - τουφέκια, χειροβομβίδες, 58 πυροβόλα, 20 πολυβόλα κι αμέτρητα φυσίγγια. Τα λάφυρα πρέπει να μεταφερθούν στα μετόπισθεν ν' ασφαλιστούν στις αποθήκες. Κι όμως μένουν στο πεδίο της μάχης. Οι μεταγωγικοί αρνούνται να εγκαταλείψουν τα τμήματα των πρόσω. - Μας έχει χαλάσει η όπισθεν, λένε στους αξιωματικούς τους, που άδικα προσπαθούν να θυμώσουν τα παλικάρια εκείνα. Αλλ' ο κύριος όγκος του τουρκικού Στρατού δεν έχει συντριβεί ακόμη - έχει οχυρωθεί στη γραμμή Μπαλουκεσέρ - Αδραμυτίου. Είναι οι επίλεκτες μονάδες του Κεμάλ κι ο Παρασκευόπουλος ανυπομονεί να τις τσακίσει. Μήνες περίμενε τη στιγμή αυτή και δεν θέλει να τη χάσει. Διατάζει τον Ιωάννου να μη σταματήσει ούτε στιγμή. Περιττό. Μετά την κατάληψη του Αξαρίου ο Ιωάννου στρέφει όλο τον όγκο των δυνάμεων του προς Βορρά. Ολόκληρο το Σώμα Στρατού Σμύρνης βρίσκεται σε προέλαση, η ημέρα είναι αποπνικτικά ζεστή κι ο κουρνιαχτός σκιάζει τον ήλιο. Και τότε δίνεται μια διαταγή μοναδική στα στρατιωτικά χρονικά. Ο Ιωάννου φωνάζει τον επιτελάρχη του και του λέγει: - Θα μας φάει η σκόνη, κ. συνταγματάρχα... Το στρατηγείο να τεθεί επικεφαλής των προφυλακών. Ο Σπυρόπουλος, ένας εκλεκτός αξιωματικός, μένει κατάπληκτος. Και τολμά ν' αντιμιλήσει: - Μα, στρατηγέ μου, πώς είναι δυνατό;... Αυτό που ζητάτε είναι πολύ επικίνδυνο. - Αυτό που σου λέω, Σπυρόπουλε, επιμένει ο Ιωάννου. Και σπηρουνίζοντας το άλογο του προχωρεί προς τα εμπρός, ακολουθούμενος από τους επιτελείς του και τους ξένους στρατιωτικούς παρατηρητές, που δεν αισθάνονται καθόλου καλά. Είχε μια δραματική μεγαλοπρέπεια η προέλαση εκείνη. Χιλιάδες στρατιώτες, πεζοί και καβαλάρηδες, έτρεχαν ακάθεκτοι μέσα στον κάμπο. Τα σύννεφα της σκόνης τους προστάτευαν από το φλογερό ήλιο κι η τόλμη τους από τα τουρκικά βόλια. Σαν θύελλα έπεφταν πάνω στον εχθρό. Κι οι Τούρκοι έτρεχαν να κρυφτούν και να κρεμάσουν στα καφασωτά τους λευκά σεντόνια... Η κατάσταση είναι κρίσιμη. Το στρατηγείο έχει κυκλωθεί για καλά, η εξόντωση του είναι σχεδόν σίγουρη. Οι Τούρκοι έχουν αντιληφθεί, ότι δεν παγίδεψαν ένα τμήμα της προφυλακής μόνο, αλλά τον σωματάρχη με το επιτελείο του και εντείνουν τα πυρά τους. Η τύχη της επίθεσης κρίνεται στο πυρακτωμένο κάμπο της Χάρτας. Οι αξιωματικοί του στρατηγείου δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Ένας μόνο παραμένει τελείως ατάραχος - περήφανος πάνω στ' άλογό του αναζητεί με τα κυάλια τις θέσεις του 6/45 εχθρού. Είναι ο Ιωάννου, που θέλει ν' απολαύσει μ' όλες τις αισθήσεις του μια πραγματική μάχη - είχε βαρεθεί τους χάρτες και τις διαταγές. Αλλά τις στιγμές εκείνης της τέλειας απόλαυσης έρχεται να τις διαταράξει ένας νεαρός ταγματάρχης, που φτάνει καλπάζοντας: - Στρατηγέ μου, ζητώ να μου διατεθούν 20 ιππείς, λέει ενώ με κόπο συγκρατεί το ατίθασο άλογο του. - Τι θα τους κάνεις, μωρέ Ναπολέων; - Θέλω να καταλάβω το χωριό, εκείνο, στ' αριστερά μας... - Θα σκοτωθείς, βρε παιδί μου... - Πρέπει να διώξουμε τους Τούρκους, γιατί μας κτυπούν με πολυβόλα. - Πήγαινε κι ο Θεός μαζί σου. Κι ο ταγματάρχης Ναπολέων Ζέρβας μετατίθεται προσωρινά στο ιππικό κι ορμά με γυμνό το ξίφος. Ο Ιωάννου παρακολουθεί με θαυμασμό τη μικρογραφία εκείνη της επέλασης - τους ιππείς μας να ορμούν, κραυγάζοντας, μέσα στη κόλαση της φωτιάς. Αλλά δεν ήταν γραφτό ν' απολαύσει την μάχη, που ο ίδιος επεδίωξε. Ένας άλλος ταγματάρχης σκαρφαλώνει, έφιππος κι αυτός, στο λόφο κι αναφέρει: - Στρατηγέ μου, ζητώ την άδεια να καταλάβω το χωριό εκείνο προς Ανατολάς. Μιλά βιαστικά, σαν να φοβάται μήπως χάσει την ευκαιρία ν' αναμετρηθεί με τον κίνδυνο. Ο Ιωάννου ξαφνιάζεται. Κι ο πολεμικός ανταποκριτής της «Πατρίδος» της Σμύρνης, που ήταν παρών, γράφει: Τ' αυλακωμένο άπ τις κακουχίες του πολέμου πρόσωπό του έχασε ξάφνου την σκληράδα του. Τ' άετήσιο βλέμμα του θόλωσε άπ' τήν συγκίνηση. Κι' οι αξιωματικοί του τόν άκουσαν νά ψιθυρίζει: «Που πάτε, βρέ παιδιά μου;... "Αμιλλα θανάτου αρχίσατε;» Δέν είναι ό στρατηγός, πού μιλά τήν στιγμή εκείνη - είναι ένας πατέρας, πού βλέπει μέ στοργή καί περηφάνεια τούς ήρωες, πού έφτιαξε. Ανησυχεί γι' αυτούς. Αλλά δέν μπορεί ν' άρνηθή στόν ταγματάρχη Λεωνίδα Σπαή τήν εύνοια, πού έδειξε πρός τόν Ζέρβα. Είναι κι' οι δυό γενναίοι τών γενναίων». Οι δύο ταυτόχρονες αντεπιθέσεις, του Ζέρβα προς τ' αριστερά, του Σπαή προς τα δεξιά, αποτρέπουν τον άμεσο κίνδυνο. Οι Τούρκοι τρέπονται σε άτακτη φυγή - όσοι προφταίνουν να ξεφύγουν από τις σπάθες των ιππέων μας. 'Αλλ' η κατάσταση παραμένει σοβαρή - οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις. Και τότε ακούγεται ένας τρομερός θόρυβος. Στα μετόπισθεν έχουν πληροφορηθεί, ότι το στρατηγείο έπεσε σ' ενέδρα και τρέχουν, όσο μπορούν πιο γρήγορα. Το πεζικό, όμως αργεί. Κι ο ταγματάρχης Μάρκος Δράκος διατάζει τους πυροβολητές του να προχωρήσουν με ταχύτητα επέλασης - τα πυροβόλα τα έσερναν άλογα - την εποχή εκείνη. Και, ξεπερνώντας τους πεζούς, φθάνει πρώτος στο πεδίο της μάχης. Ο Σπυρόπουλος αναπνέει μ' ανακούφιση, αλλ' ο Ιωάννου γίνεται έξω φρενών: 7/45 - Πέστε σ' αυτόν τον τρελό να μη ρίξει, ορύεται. Θα μου τους διώξει τους Τούρκους... Τους θέλω ζωντανούς, μωρέ. Αλλ' ο Δράκος κάνει πως δεν ακούει. Οι άνδρες του, πριν ακόμη ξεζέψουν τα πυροβόλα τους, αρχίζουν ομαδικά πυρά. Οι Τούρκοι συντρίβονται κι υποχωρούν, καταδιωκόμενοι από τους εξαγριωμένους ιππείς μας, που θερίζουν κεφάλια σαν στάχια. Η προέλαση συνεχίζεται με καινούργια ορμή κι ο Στρατός μας μπαίνει στο Κιρκ Αγάτς. Οι Κεμαλικοί ήταν τόσο βέβαιοι, ότι θα εξόντωναν το στρατηγείο του Ιωάννου, ώστε έτρεξαν ν' αναγγείλουν το... χαρμόσυνο γεγονός, ενώ η μάχη συνεχίζεται ακόμη. Και θρασύδειλοι, όπως ήταν πάντοτε, εκείνοι, που δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ξεχύθηκαν στους δρόμους του Κιρκ Αγάτς, τράβηξαν τα μαχαίρια τους κι άρχισαν να απειλούν θεούς και δαίμονες, ενώ οι Χριστιανοί έτρεχαν να διπλομανταλωθούν και να θρηνήσουν τη συμφορά. Κι όταν οι στρατιώτες μας μπήκαν στο χωριό, το βρήκαν τελείως έρημο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει αλλ' οι Χριστιανοί παρέμεναν κρυμμένοι, πιστεύοντας ότι, τα ποδοβολητά, που ακούγονταν στο καλντερίμι, ήταν Τσέτες. Έξαφνα, μια καμπάνα κτύπησε κι ο ήχος της ακούστηκε σαν χαρούμενο λαχτάρισμα - μια φωνή βροντερή αντήχησε: «Ήρθαν οι Έλληνες, μωρέ χωριανοί...» Για πότε το έρημο χωριό μεταβλήθηκε σε χαρούμενο πανηγύρι; Για πότε οι τρομοκρατημένοι Χριστιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους; Οι παπάδες έτρεξαν να φορέσουν τ' αμφιά τους και βγήκαν ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω». Οι γυναίκες άρπαξαν την Παναγία απ' τα εικονοστάσια και βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Στρατό μας. Μια καινούργια πατρίδα είχε ξεπεταχθεί ξαφνικά μέσα στα βάθη της Ανατολής, μπρος στους κατάπληκτους Τσολιάδες μας, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους - αυτός ήταν ο «αποικιακός πόλεμος», όπως βρέθηκαν χείλη ελληνικά να χαρακτηρίσουν τη μικρασιατική εκστρατεία. Αλλ' η προέλαση συνεχίζεται. Και στις 19 Ιουνίου, τέσσερις ημέρες μετά την έναρξη της επίθεσης, ένα απόσπασμα ιππικού, εκτελώντας επιθετική αναγνώριση, φθάνει στα υψώματα του Ομέρκιοϊ - σε βάθος 150 χιλιομέτρων - όταν στον ορίζοντα φαίνεται μια ίλη ιππικού. Ασφαλώς θα είναι Τσέτες. Και τα δύο τμήματα αναπτύσσονται, έτοιμα να κτυπηθούν. Αλλ' όταν οι σαλπιγκτές σαλπίζουν έφοδο, οι πολεμικές κραυγές μεταβάλλονται σε κραυγές θριάμβου, σ' αλαλαγμούς χαράς. Και τα δύο τμήματα είναι ελληνικά - κι εκείνοι, που ήταν έτοιμοι ν' αλληλοσφαγούν, αγκαλιάζονται και φιλιούνται. Τι είχε συμβεί; Την προηγούμενη μια ταξιαρχία της Μεραρχίας Ξάνθης είχε αποβιβασθεί, υπό την προστασία του Στόλου, στην Πάνορμο. Η επιχείρηση διεξήχθη υπό την διεύθυνση του συνταγματάρχη Πρωτοσύγγελου - ενός αξιωματικού, που αποδείχθηκε, ότι ήταν από τη πάστα εκείνη των μεγάλων στρατιωτικών. Εξαίρετος επιτελικός, ήταν και ορμητικός πολεμιστής. Κι όταν συμπληρώθηκε η απόβαση πήρε ένα απόσπασμα και ξεκίνησε προς αναζήτηση πολεμικών περιπετειών. Η Πάνορμος ήταν και πάλι ελληνική. Στο άκουσμα της χαρμόσυνης αυτής είδησης πολλοί αξιωματικοί ζήτησαν άδειες για να την επισκεφθούν - να περπατήσουν στο μαγευτικό ακρογιάλι της και ν' αγναντέψουν στο βάθος, στην ακτή, τη Βασιλεύουσα. Ήταν ένα πραγματικό προσκύνημα και πολλές φορές τα χείλη των ευλαβών 8/45 ακούσθηκαν να ψιθυρίζουν: «Ε, τώρα ας μέ πάρη τό τούρκικο βόλι». Ήταν το «νύν άπολύοις τόν δούλόν Σου» της τυραννισμένης Φυλής μας. Κι οι άνθρωποι, που μίλαγαν μ' αυτό τον τρόπο, δεν ήταν εμπνευσμένοι ιεράρχες, ούτε ενθουσιώδεις ιδεολόγοι - απλοί άνθρωποι του Λαού ήταν, που στην αγνή ψυχή τους είχε ανατείλει το λαμπερό όραμα της εθνικής ανάστασης. Ήταν ωραία πόλη η Πάνορμος. Κυκλωμένη από απότομα υψώματα, φύλαγε εκπλήξεις στον επισκέπτη της. Οι αξιωματικοί μας περίμεναν να δουν μια τουρκόπολη. Μόλις, όμως, το τραίνο έβγαινε από τη σήραγγα, έβλεπαν ένα συναρπαστικό θέαμα ν' απλώνεται στα πόδια τους - μια ολόλευκη πολιτεία ξαπλωμένη στην ακρογιαλιά κι έναν μεγάλο κόλπο, που το γαλάζιο αντιφέγγισμα του έμπλεκε με το γαλάζιο της Κυανόλευκης σ' ένα αρμονικό σύνολο. Δεκάδες τα πλοία στο λιμάνι της. Και στους δρόμους της οι μαθήτριες του ελληνικού Γυμνασίου, που έρραιναν με ροδοπέταλα τους νικητές. Ο Πλαστήρας, ένας από τους προσκυνητές, μένει κατάπληκτος μπρος στο συναρπαστικό θέαμα, αγναντεύει με συγκίνηση τη Πόλη και ξεσπά: «Καί μόνον γι' αυτές τίς στιγμές άξιζε ή εκστρατεία μας». «Προχωρείτε... Προχωρείτε...» 9/45 Οι στρατιώτες μας ξεκουράζονται μετά τη νίκη, αλλ' όχι για πολύ. Ο Παρασκευόπουλος θέλει να φτάσει στη Προύσα. Ο Αγγλος αρχιστράτηγος Μιλν αρνείται αρχικά να επιτρέψει τη προέλαση, λέγοντας ότι η απόφαση θα έπρεπε να ληφθεί από τη Διάσκεψη των Παρισίων. Αλλ' οι Τούρκοι κάνουν ένα σφάλμα: Κτυπούν τους Αγγλους στην Προποντίδα. Κι ο Μιλν, διαπιστώνοντας ότι τα στρατεύματα του κινδυνεύουν, αποφασίζει ν' αποβιβάσει αγήματα πεζοναυτών στα Μουδανιά, συνιστώντας στο ελληνικό στρατηγείο να διατάξει και νέα προέλαση και να καταλάβει τη Προύσα. Η βρετανική Αυτοκρατορία ζητούσε τη βοήθεια της Ελλάδας. Αλλο που δεν ήθελε ο Παρασκευόπουλος. Και το γνώριμο πια σάλπισμα αντηχεί και πάλι: «Προχωρείτε... Προχωρείτε...». Η κατάληψη της Προύσας ανατέθηκε στη θρυλική πλέον Μεραρχία Αρχιπελάγους. Επικεφαλής, μαζί με τον μέραρχο, κι ο Ιωάννου. Τις παραμονές της νέας επίθεσης ο Πάγκαλος φαίνεται αποφασισμένος να του αφαιρέσει τη διοίκηση, αγανακτισμένος με τις τρέλες του. Αλλ' ο Πλαστήρας και ο Κονδύλης επεμβαίνουν. Θέλουν σωματάρχη τους τον Ιωάννου. Είναι θαυμάσιος επιτελικός, καθηγητής της Σχολής Ευελπίδων, άλλοτε, και γενναίο π α λ ι κ ά ρ ι . Όσο για τις τρέλες του... χαλάλι. Και ο Πάγκαλος υποχωρεί. Η Μεραρχία προετοιμάζεται πυρετωδώς. Ένας νεαρός ταγματάρχης, εξαίρετος επιτελικός, ζητεί ν' απαλλαγεί των καθηκόντων του, να του ανατεθεί η διοίκηση τμήματος. Ο Ιωάννου δυσανασχετεί, τελικά όμως συμφωνεί. Και ο Κωνσταντίνος Βεντήρης ορμά μεταξύ των πρώτων προς την Προύσα και αναδεικνύεται ένας από τους γενναιότερους πολεμιστές. Η προέλαση είναι και πάλι ακάθεκτη. Μπροστά από την Μεραρχία Αρχιπελάγους υπάρχουν δύο τουρκικές Μεραρχίες, η 56 και η 61. Προσπαθούν ν' αναχαιτίσουν την επίθεση, αλλ' είναι αδύνατο. Και τρέπονται σε φυγή αφήνοντας νεκρούς και αιχμαλώτους. Σε κάποια στιγμή, ο Ιωάννου, που ακολουθούσε τις προφυλακές, βλέπει μια μοίρα πυροβολητών να προσπερνά το στρατηγείο. - Ποιος είναι αυτός. Σπυρόπουλε; φωνάζει στον επιτελάρχητου.- - Τα κανόνια του Βενιζέλου, στρατηγέ. Είναι κι ο ίδιος μαζί. - Πώς βρέθηκε εδώ, μωρέ; Να τον τιμωρήσεις. Ο ταγματάρχης Σοφοκλής Βενιζέλος νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Σμύρνης, υποφέροντας από τ' αυτιά του, όταν πληροφορήθηκε, ότι θ' άρχιζε η επίθεση στην Προύσα. Χωρίς να διστάσει, δραπετεύει από το νοσοκομείο και τρέχει στη μονάδα του. Υποφέρει πολύ και ταξιδεύει ξαπλωμένος μέσα σε μια άμαξα. Όταν πλησιάζει, όμως, η ώρα της μάχης, πηδά και πάλι πάνω στ ' άλογό του. Τώρα έτρεχε προς τη Προύσα 10/45

See more

The list of books you might like

Most books are stored in the elastic cloud where traffic is expensive. For this reason, we have a limit on daily download.