ΚΑΛΕΝΤΗΣ Γεννήθηκα σ' ένα χωριό της Κρήτης, κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος και η μητέρα μου ονειροπόλα. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα κι έτσι αναγκάστηκα από νω- ρίς να ψάχνω τα μονοπάτια της φυγής. Τέλειωσα τη Γαλλική Σχολή στα Χα- νιά κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα, για ν' αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις μου και τε- λικά δεν στέριωσα πουθενά. Μια μέρα είπα στον εαυτό μου: «Ζήσε για τη ζωή». Κι αυτό τελικά έκαμα. Κέρδισα κι έχασα πολλά σ' αυτή τη μάχη. Αλλά αυτή είναι η ζωή. Άρχισα να γράφω από τότε που πή- γαινα στην Πρώτη Δημοτικού. Το πρώ- το μου γραφτό ήταν ένα γράμμα στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως έκαμα πολλές και φιλότιμες προσπάθειες να ξεφύγω από το κανάλι της τέχνης. Το 'νιωθα πάντοτε βαρύ φορτίο στους ώμους μου. Τελικά δεν τα κατάφερα. Φαίνεται πως γεννιούνται μερικοί με- ρικοί μ' αυτή την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους. Αλκυόνη Παπαδάκη ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ • Η μπόρα • Το κόκκινο σπίτι • Το χρώμα του φεγγαριού • Σκισμένο ψαθάκι Σειρά: ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Είδος: ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Τίτλος: «ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ!» Συγγραφέας: ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ Επιμέλεια: ΝΙΚΟΣ Γ. ΚΑΛΕΝΤΗΣ Εξώφυλλο: ΚΕΛΛΥ ΜΑΤΑΘΙΑ-ΚΟΒΟ Μακέτα εξωφύλλου: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑΚΗΣ ©1995 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗΣ Μαυρομιχάλη 5 Τηλ. 36.01.551, FΑΧ 36.23.553 10679 ΑΘΗΝΑ ΙSΒΝ 960-219-059-0 ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ Αμάν... Αμάν! ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΚΑΛΕΝΤΗΣ Σε κείνους που περιμένουν κάθε χρόνο ν' ανθίσουν οι νάρκισσοι. Τα μάτια του Σέβη ήταν καρφωμένα στη μεγάλη πέτρα που σκάλιζε ο πατέρας του - κάτι πελώρια γυαλιστερά μάτια, μαύρα σαν την καρδιά της νύχτας. - Μπαμπά, μπορείς να τον κάνεις να πετάξει τον αϊτό που σκαλίζεις; - Μπάμπαδα! Πρώτον, σου έχω πει χίλιες φορές όταν δουλεύω να βγάζεις το σκασμό! Δεύτερον, δε γουστάρω αυτά τα «μπαμπάκια» και τις «μπαμπακόφλουδες»! «Πατέρα» θα με λες - κι εσύ κι ο άλλος... Τα μάτια του Σέβη για μια στιγμή μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο· και σαν να πέρασε ένα σύννεφο από πάνω τους γεμάτο βροχή. - Δεν μπορείς να τον κάνεις να πετάξει τον αϊτό σου· τον έχεις εκεί φυλακισμένο. Εγώ τον λυπάμαι. - Να μη σ' ενδιαφέρει, μωρέ! Κάνε πίσω και παράτα με! Δικός μου δεν είναι; Άι στα τσακίδια από 'δω! Κουμαντα- δόρο θα σε βάλω; Ο Τάσος (Σούλια τον φωνάζανε οι περισσότεροι) σκάλιζε πέτρινες βρύσες. Αυτό ήτανε το μόνο πάθος που κατάφερε να διατηρήσει στη ζωή του. Καμιά φορά πουλούσε κάποια βρύση - αν του άρεσε ο πελάτης. Γιατί, αυτός που θ' 9 ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ αγόραζε την τέχνη του Σούλια έπρεπε να ήταν μερακλής και τσίφτης· ούτε φαντασμένος νεόπλουτος ούτε ξενέρωτος ανε- μοδούρας. «Ρε, όταν δεν πίνει ο άλλος με τη χούφτα του το νερό από τη βρύση και δεν τ' αφήνει να κυλήσει στα στήθη του και να ευφρανθεί η ψυχή του, δεν μου κάνει για πελά- της. Τα 'χω χεσμένα τα φράγκα του. Αυτόν που σκύβει να σβήσει την κάψα του και βγάζει εκείνο το "ααααχ" μέσ' από τα φυλλοκάρδια του, που πάει να πει και καλά, "είμαι ευτυχής που βρέθηκα 'δω χάμου και δροσίζομαι", αυτόνα γουστάρω. σ' αυτόνα πουλάω, ακόμα και μισοτιμής. Σάμπως από τις βρύσες περιμένω να φάω; Εγώ, έτσι τις φτιάχνω, για να ξεθυμαίνω...» Πολλοί σκαλίσανε και θα σκαλίσουνε βρύσες σ' αυτόν τον μάταιο κόσμο. Μα κανείς δε θα κατορθώσει να «γεννή- σει» τους τρομερούς δράκους του Σούλια που βγάζανε φλό- γες από το στόμα τους και περιστέρια από την κοιλιά τους, τα παγόνια με πρόσωπα νεράιδας, τις αρσενικές γοργόνες, τους αγγέλους που στα φτερά τους μπλέκονταν φίδια, τα λουλούδια που αντί για ανθοπέταλα είχαν κάτι τρομαγμένα μάτια με γυριστά ματοτσίνορα, τα περίεργα δέντρα που αντί για κλαδιά είχαν ανθρώπινα χέρια... - Δεν μπορείς να κάνεις τον αϊτό να πετάξει, συνέχιζε το χαβά του ο Σέβης. Ο Σούλιας ανασηκώθηκε κι έκαμε μια κίνηση σαν για να του πετάξει το καλέμι. - Πήγαινε από 'δω, ρε! Ουστ! «Ούι, ούι, Παναγιά μου! Πάλι φασαρίες θα 'χουμε!» μπήκε στη μέση η μάνα, η Δαμάσκα. 10 ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ! - Άσε τον πατέρα σου ήσυχο, μανάρι μου. Έλα 'δω. Γιατί δεν πας να παίξεις με τον αδελφό σου... Το άλλο παιδί, ο οχτάχρονος Λέος, δύο χρόνια μικρότε- ρος από τον Σέβη, καθισμένος στο πεζουλάκι αγωνιζότανε να στερεώσει ένα χέρι σε μια κούκλα που είχε βρει στα σκουπίδια. - Δε μ' αρέσουν εμένα οι κούκλες. Δεν είμαι κορίτσι! απάντησε θυμωμένα στη μάνα του. «Φαρμάκι έχεις στη γλώσσα σου, δαίμονα!» μουρμούρισε η Σιδερία, η αδελφή της Δαμάσκας, που καθάριζε φακές δίπλα στο νυχτολούλουδο. Ο Θεός να το 'κανε καθάρισμα, δηλαδή, μέσα στο μισοσκόταδο. Χτυπούσε με θόρυβο τα δάχτυλά της πάνω στο πλαστικό δισκάκι, σαν να 'παιζε κομπολόι. - Τράβα τότε να διαβάσεις τα μαθήματά σου. Όταν είσαι παρών, μόνο να κεντρώνεις ξέρεις, του 'πε η Σιδερία κι έκαμε πέρα το πλαστικό δισκάκι με τις φακές, και συμπλή- ρωσε βγάζοντας τα γυαλιά της κι αναστενάζοντας βαθιά: «Πανάθεμά σε πια!» - Ο Λέος δεν κάνει τίποτα, ε; Άγιος είναι αυτός; Μόνο εμένα βρίζετε... - Έλα 'δω, εσύ παραπονιάρικο..., πήγε και τον αγκάλιασε η Δαμάσκα και πέρασε τα δάχτυλά της στα κατσαρά κατά- μαυρα μαλλιά του. Έλα 'δω το ξεπεταρούδι μου... που είναι άγριο σαν το πουλάρι... Κάθισε στην ποδιά μου... Γιατί μου πικραίνεσαι, καλό μου; - Έτσι να τον κάνεις εσύ, και θα φας καλά! Πήρε το δισκάκι με τις φακές η Σιδερία, έπιασε τη μέση της και τράβηξε για την κουζίνα. «Ζέσταινε το φιδάκι το 11 ΑΛΚΥΟΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι», είπε τη στιγμή που προσπαθούσε να μανουβράρει τον διπλόφαρδο πισινό της στη μισάνοιχτη σιδερένια πόρτα. «Να, στο διάολο κι εσύ», τα 'βαλε με την πόρτα και της έδωσε μια μούντζα! «Δεν μπορείτε να τη στερεώσετε μ' ένα τούβλο τη ριμάδα, να σταματάει σε μια θέση;» «Γιε μ'! Γιε μ'!» αναστέναξε η Δαμάσκα, κι έκοψε ένα φυλλαράκι λουϊζα και το μύρισε. Έτσι... για ν' αρωματίσει λίγο τον καημό της... «Ως πότε θα κουβαλάω λιθάρια στον ανήφορο η καψερή!» - Ελάτε και τα δυο σας, πουλάκια μου, ελάτε να φάτε. Θα σας ετοιμάσω φρέσκα αβγουλάκια, έχουμε και τυράκι και σαλατούλα. Άιντε! Σκόλασε κι εσύ, Σούλια μου, βλέπεις να πολεμάς αυτά τα τέρατα; Έμασαν οι μέρες. Δε φωτάει πια! - Τράβα μέσα, μωρή, κι άσε με! - Ασ' τονα, καλέ! φώναξε η Σιδερία που είχε προβάλει πάλι στην πόρτα. Αυτός θα κάθεται 'κει ώσπου να κηρο- σταλάξει... Δεν τον ξέρεις; Έλα, Λέο μου. Φύλαξε την κού- κλα και πάμε για φαγητό. - Δε θέλω... Δεν πεινάω... Ήταν ένα αδύνατο, καχεκτικό αγοράκι ο Λέος, μ' ένα κίτρινο διάφανο πρόσωπο. - Πήγαινε να φας, καλέ! Άκου «δεν πεινάω»! Ο χάρος του είναι το φαγητό αυτουνού του παιδιού! Σαν σαΐτα πετάχτηκε ο Λέος και κρύφτηκε πίσω από τα νυχτολούλουδα και τις λουΐζες. - Πού είναι το, μωρέ! έκανε η Σιδερία, τάχα πως έψαχνε πίσω από τα βαρέλια με τις θεόρατες καμέλιες και τις σκουλαρικιές. Λέο, πού είσαι; Μωρέ, και στου βοδιού το 12 ΑΜΑΝ... ΑΜΑΝ! κέρατο να μπεις, εγώ θα σε βρω! Βγες γρήγορα, μη μου πατήσεις τα φυτώρια. Έχει φίδια εκεί που είσαι! Βγες γρή- γορα! Α, κακομοίρη μου: αν σε φάει το φαλκονάκι, γρήγορα το σαβανάκι... Όταν άκουγε ο Λέος για το φαλκονάκι, το δηλητηριώδες φίδι, κατουριόταν από το φόβο του κι έβγαινε από τις κρυψώνες· έβγαινε, αλλά δεν παράδινε τα όπλα έτσι εύκολα: άρχιζε τα κλάματα και τις υστερίες, ώσπου να τρέξει η θεία του να τον πάρει αγκαλιά. Αυτό το έργο παιζότανε πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό. - Πάρε με! Πάρε με! Φοβάμαι το φαλκονάκι! Φοβάμαι, σου λέω! - Μην το φοβίζεις, μωρή, το παιδί... Πάλι τα ίδια αρχί- σατε; είπε ο Σούλιας, και σηκώθηκε από το σκαμνί του, πετώντας πέρα το καλέμι. Δε βλέπεις πως το πιάνει τρεμική; Είναι που είναι θαρραλέος, ο μπαγάσας! Μόλις άκουσε τη φασαρία ο Σέβης, παράτησε το αβγό του κι έτρεξε στην αυλή. - Να το! Να το το φαλκονάκι! Λέο, να το! Στο σβέρκο σου είναι! Έπεσε κάτω ο άλλος κι άρχισε να ουρλιάζει σαν να τον σφάζανε. - Να το! Να το, δεν έφυγε! Στο μανίκι σου, στο μανίκι σου! - Σκάσε, κακιάς ώρας γέννημα! τσίριζε η Σιδερία. Μα τίποτα εκείνος: - Να το, ρε! Αφού το βλέπω! Στη ράχη σου, στη ράχη σου τρέχει... - Άι στο γεροδιάολο! άφρισε ο Σούλιας, τον άρπαξε από το γιακά και του αμόλησε δύο γερούς φούσκους. Μέσα ρε, 13